- πομπᾷ
- πομπήconductfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πομπά — πομπά̱ , πομπή conduct fem nom/voc/acc dual πομπά̱ , πομπή conduct fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμπα — η, Ν αντλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pompa] … Dictionary of Greek
πομπᾶι — πομπᾷ , πομπή conduct fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπάν — πομπά̱ν , πομπή conduct fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπάς — πομπά̱ς , πομπή conduct fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισήεις — κνισήεις, εσσα, εν, δωρ. τ. κνησάεις, εσσα, εν (Α) [κνίσα] γεμάτος κνίσα θυμάτων που καίγονται («μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ ἀέθλοις», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
όνευος — το (Α ὄνευος, ὁ) [ονεύω] νεοελλ. ναυτ. είδος χειροκίνητου ή μηχανοκίνητου οριζόντιου βαρούλκου που χρησιμοποιείται στα μικρά εμπορικά πλοία για την ανάσπαση τής άγκυρας, κν. μανιβέλο ή πόμπα αρχ. είδος μηχανής που χρησιμοποιούνταν για την έλξη… … Dictionary of Greek